ἀρίθμησε

ἀρίθμησε
ἀ̱ρίθμησε , ἀριθμέω
number
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀριθμέω
number
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. μετρώ, λογαριάζω το πλήθος των μονάδων ενός ποσού: Αρίθμησε σε παρακαλώ τους μαθητές. 2. υπολογίζω με κάποια προσέγγιση: Αριθμούνται σε εκατοντάδες χιλιάδες αυτοί που πήραν μέρος στη συγκέντρωση. 3. χαρακτηρίζω κάτι με έναν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”